- προδιάκειμαι
- προ-διά-κειμαι, vorher in eine Lage, Stimmung versetzt sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιάκειμαι — Α βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική κατάσταση ή διάθεση («προδιάκειμαι τῇ γνώμῃ», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διάκειμαι «βρίσκομαι σε μια θέση ή ψυχική κατάσταση»] … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek